- εποκέλλοντες
- ἐποκέλλοντεςἐποκέλλωrun ashore: pres part act masc nom /voc pl
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
ἐποκέλλοντες — ἐποκέλλω run ashore pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρωπικός — ή, ό / ῥωπικός, ή, όν, ΝΑ [ῥῶπος] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αποτελείται από μικρά και ευτελή πράγματα 2. (το ουδ. πληθ. ώς ουσ.) τα ρωπικά και τὰ ῥωπικά μικρά και ευτελή πράγματα, μικροαντικείμενα, μικροεμπορεύματα, ψιλικά αρχ. 1. (για πράγμ … Dictionary of Greek